ὑποκαθίσταμαι

ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθ-ίστᾰμαι, [voice] Pass.,
A settle at the bottom, of sediment, Gal.19.605.
2 subside, of symptoms, Aret.CA1.1.
II take the place of another, Hdn.8.8.2: [voice] Act. in Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποκαθίσταμαι — ὑποκαθίσταμαι ΝΑ βλ. υποκαθιστώ …   Dictionary of Greek

  • υποκαθίσταμαι — υποκαθίσταμαι, υποκαταστάθηκα βλ. πίν. 133 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποκαθιστώ — ὑποκαθίστημι, ΝΑ [καθίστημι / καθιστώ] (αμτβ.) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, εγκαθιστώ τον εαυτό μου στη θέση άλλου («υποκατέστησε τον αδελφό του στη διεύθυνση τής επιχείρησης») νεοελλ. (μτβ.) 1. εγκαθιστώ κάποιον ή τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”